- τοξοφόρος
- ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ναυτός που φέρει, που κρατάει τόξοαρχ.1. προσωνυμία τού Απόλλωνος, τής Αρτέμιδος και τού Ηρακλέους2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροια) οι τοξότεςβ) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.